καριόλα

καριόλα
η
(λ. ιταλ.)
1. ξύλινο κρεβάτι.
2. μτφ., γυναίκα πρόστυχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καριόλα — και καργιόλα η (Μ καριόλα και καριόγλα) κρεβάτι νεοελλ. (υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carriola] …   Dictionary of Greek

  • καργιόλα — (I) και καρ(ρ)ιόλα η μικρό δίτροχο καρότσι. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. carriole, «δίτροχο αμάξι»]. (II) η βλ. καριόλα …   Dictionary of Greek

  • καριόλης — ο (υβριστικός χαρακτηρισμός άνδρα) άτιμος, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καριόλα με μεταβολή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”